Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σέλασμα — άσματος, τὸ, Α [σελάω] λάμψη, ακτινοβολία … Dictionary of Greek
σελάσματα — σέλασμα shining neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελασμός — ὁ, Α [σελάω] το σέλασμα* … Dictionary of Greek